νέηλυς

νέηλυς
νέ-ηλῠς, ῠδος, , , ([etym.] ἤλυθον)
A newcomer, Il.10.434, Hdt.1.118, Pl.Lg.879d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νέηλυς — newcomer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… …   Dictionary of Greek

  • νεηλύδων — νέηλυς newcomer masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυδα — νέηλυς newcomer masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυδας — νέηλυς newcomer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυδες — νέηλυς newcomer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυδι — νέηλυς newcomer masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυδος — νέηλυς newcomer masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυσι — νέηλυς newcomer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλυσιν — νέηλυς newcomer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”